- ἀνδρείος
- ἀνδρείος, ά, ο ν мужественный
Древнегреческо-русский учебный словарь. - С-П.: "Нотабене". 1997.
Древнегреческо-русский учебный словарь. - С-П.: "Нотабене". 1997.
ἀνδρεῖος — of masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανδρείος — α, ο (ΜΑ ἀνδρεῑος, εία, ον) γενναίος, θαρραλέος νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το ανδρείο(ν) βοτ. ο ανδρώνας τού άνθους αρχ. 1. αυτός που ταιριάζει σε άνδρα, ανδρικός 2. ισχυρογνώμων 3. (για πράγμ.) ισχυρός, ζωηρός, έντονος 4. το ουδ. ως ουσ. α) εν. η… … Dictionary of Greek
ανδρείος — α, ο γενναίος, παλικάρι: Σ όλη του τη ζωή υπήρξε ανδρείος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀνδρειότερον — ἀνδρεῖος of adverbial comp ἀνδρεῖος of masc acc comp sg ἀνδρεῖος of neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κἀνδρεῖος — ἀνδρεῖος , ἀνδρεῖος of masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνδρειοτάτων — ἀνδρεῖος of fem gen superl pl ἀνδρεῖος of masc/neut gen superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνδρειοτέρων — ἀνδρεῖος of fem gen comp pl ἀνδρεῖος of masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνδρειοτέρως — ἀνδρεῖος of adverbial comp ἀνδρεῖος of masc acc comp pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνδρειότατα — ἀνδρεῖος of adverbial superl ἀνδρεῖος of neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνδρειότατον — ἀνδρεῖος of masc acc superl sg ἀνδρεῖος of neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνδρεῖον — ἀνδρεῖος of masc acc sg ἀνδρεῖος of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)